- είσοδος
- ηπληθ. -οι και -ες1. το μπάσιμο, το έμπα: Απαγορεύεται η είσοδος.2. το μέρος απ' όπου μπαίνει κανείς σε κάποιο χώρο, η μπασιά: Στεκόταν στην είσοδο της πολυκατοικίας.3. η συμμετοχή για πρώτη φορά σε κάποιο οργανωμένο σύνολο ανθρώπων: Είσοδος νέων προσώπων στην κυβέρνηση.4. η μετάβαση από μια κατάσταση σε άλλη: Η είσοδος στην εφηβική ηλικία.5. το αντίτιμο του εισιτηρίου για την είσοδο σε κλειστό χώρο θεάματος ή ακροάματος: Πόσο κάνει η είσοδος στο μουσείο;6. η γραπτή ή εξαιτίας αξιώματος άδεια δωρεάν εισόδου σε θέαμα ή ακρόαμα: Έχω μια είσοδο για τη βραδινή παράσταση.7. εισαγωγή: Η είσοδος της δίκης στο δικαστήριο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.