είσοδος

είσοδος
η
πληθ. -οι και -ες
1. το μπάσιμο, το έμπα: Απαγορεύεται η είσοδος.
2. το μέρος απ' όπου μπαίνει κανείς σε κάποιο χώρο, η μπασιά: Στεκόταν στην είσοδο της πολυκατοικίας.
3. η συμμετοχή για πρώτη φορά σε κάποιο οργανωμένο σύνολο ανθρώπων: Είσοδος νέων προσώπων στην κυβέρνηση.
4. η μετάβαση από μια κατάσταση σε άλλη: Η είσοδος στην εφηβική ηλικία.
5. το αντίτιμο του εισιτηρίου για την είσοδο σε κλειστό χώρο θεάματος ή ακροάματος: Πόσο κάνει η είσοδος στο μουσείο;
6. η γραπτή ή εξαιτίας αξιώματος άδεια δωρεάν εισόδου σε θέαμα ή ακρόαμα: Έχω μια είσοδο για τη βραδινή παράσταση.
7. εισαγωγή: Η είσοδος της δίκης στο δικαστήριο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εἴσοδος — entrance fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • είσοδος — η (AM εἴσοδος) 1. το μέρος, το σημείο όπου μπαίνει κανείς σ έναν χώρο («είσοδος τού δικαστηρίου», «είσοδος λιμανιού») 2. εισόδημα, έσοδο 3. δωρεάν άδεια, δικαίωμα εισόδου σε κλειστό χώρο θεάματος ή ακροάματος («έχει ελεύθερη είσοδο σε όλα τα… …   Dictionary of Greek

  • εἰσόδοις — εἴσοδος entrance fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσόδου — εἴσοδος entrance fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσόδους — εἴσοδος entrance fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσόδων — εἴσοδος entrance fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσόδῳ — εἴσοδος entrance fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴσοδοι — εἴσοδος entrance fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴσοδον — εἴσοδος entrance fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”